- κόμησσα
- грофица
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
κόμησσα — η (AM κόμησσα) βλ. κόμης … Dictionary of Greek
κόμης — Τίτλος ευγενείας, ανάμεσα στον βαρόνο και στον μαρκήσιο, τον οποίο φέρουν οι κληρονόμοι των παλιών τιτλούχων. Σε πολλές χώρες τείνει να καταργηθεί, αλλά διατηρείται ακόμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα, μάλιστα, απονέμεται σε πρόσωπα της υψηλής… … Dictionary of Greek
Φαμπρ, Φρανσουά-Ξαβιέ-Πασκάλ — (Fabre, Μονπελιέ 1766 – 1837). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Αποφασιστική για τη μόρφωσή του υπήρξε η διδασκαλία του Ζ. Βιεν, σπουδαίου ερμηνευτή του κλασικισμού που εξελίχθηκε στη νεοκλασική τέχνη του Ζ. Δαβίδ, όπου τελειοποίησε τις σπουδές του… … Dictionary of Greek
Count — Countess redirects here. For other uses, see Countess (disambiguation). This article is about the style or title of nobility. For other uses, see Count (disambiguation). Coronet of a count (Spanish Heraldry) … Wikipedia
Rena Vlahopoulou — Infobox actor name = Rena Vlahopoulou Ρένα Βλαχοπούλου caption = birthname = Ειρήνη Βλαχοπούλου birthdate = 1923 birthplace = deathdate = 29 July 2004 deathplace = Athens, Greece restingplace = restingplacecoordinates = othername = occupation =… … Wikipedia
κούνταινα — κούνταινα, ἡ (Μ) [κούντης] κόμησσα … Dictionary of Greek
Τσάπλιν, Τσαρλς Σπένσερ — (Chaplin, Λονδίνο 1889 – Βεβέ, Ελβετία 1977). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος πλανόδιων ηθοποιών, πέρασε την παιδική του ηλικία σε περιπέτειες και σε φτώχεια, γεγονός που άφησε βαθιά ίχνη στον χαρακτήρα του. Εμφανίστηκε σε … Dictionary of Greek
Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… … Dictionary of Greek
Φρανσουά, Λουίζα φον- — (François, Χέρτζμπεργκ, Σαξονία 1817 – Βάισενμπεργκ, Σαξονία 1893). Γερμανίδα συγγραφέας. Καταδικάστηκε σε κοινωνική απομόνωση, εξαιτίας της απώλειας της πατρικής της περιουσίας, και έτσι ωθήθηκε στην ανάπτυξη ενός διηγηματογραφικού ταλέντου, που … Dictionary of Greek